- παρέβλεπε
- παραβλέπωlook asideimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Πικιώνης, Δημήτριος — (Πειραιάς 1887 – Αθήνα 1968). Έλληνας αρχιτέκτονας, καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου και Ακαδημαϊκός. Ο Π. σπούδασε αρχικά πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ορμώμενος ωστόσο από την έμφυτη κλίση του προς τη ζωγραφική, παρακολουθούσε συγχρόνως… … Dictionary of Greek